Ευρωπαϊκή
στασιμότητα, κινεζικό λαχάνιασμα, αμερικανική αβεβαιότητα και μειωμένη
ανάπτυξη είναι μερικοί από τους παράγοντες που τροφοδοτούν οικονομικές
και επιχειρηματικές εντάσεις προς κάθε κατεύθυνση.
Απίστευτο και όμως αληθινό. Ο -κατά το
αμερικανικό περιοδικό Forbes- ισχυρότερος άνδρας του κόσμου, ο πρόεδρος
των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μηνύθηκε από την κινεζική εταιρεία Ralls Corp,
επειδή ακύρωσε την από μέρους της εξαγορά αιολικών πάρκων στο Ορεγκον με
βάση ένα κείμενο του 1950 το οποίο προστατεύει ναυτικές βάσεις.
Πίσω από την απόφαση αυτή, που από
πολλούς παρατηρητές κρίνεται άτοπη, κρύβεται ο σιωπηρός πόλεμος Αμερικής
και Κίνας στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ενας τομέας που
παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και για τις δύο χώρες, με την Ουάσιγκτον
να έχει επιβάλει δασμούς στο κινεζικό φωτοβολταϊκό υλικό, οι οποίοι
ξεκινούν από το 31% και φθάνουν στο 250%! Ως φαίνεται δε ο πόλεμος αυτός
θα επεκταθεί και στην Ευρώπη, όπου δύο εταιρείες προσέφυγαν
στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατηγορώντας
Κινέζους κατασκευαστές ηλιακών πανό για ντάμπινγκ.
Αυτά τα φαινόμενα εμπορικών
αντιπαραθέσεων κάθε άλλο παρά μεμονωμένα είναι. Οπως προκύπτει από τα
πιο πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ΠΟΕ , στο πρώτο
ενδεκάμηνο του 2012 ο αριθμός των διαφορών μεταξύ των μελών του
πολλαπλασιάστηκε επί τρία έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2011.
«Είναι πλέον ολοφάνερο ότι οι εμπορικές μονομαχίες αυξάνονται με
εντυπωσιακούς ρυθμούς και γίνονται όλο και πιο δηλητηριώδεις», τονίζει
στέλεχος του ΠΟΕ και προσθέτει ότι την πρώτη θέση κατέχουν οι διαφορές
ανάμεσα σε Ε.Ε. και ΗΠΑ.
Κατά τον καθηγητή Σάιμον Εβενέφτ,
επικεφαλής της οργάνωσης Global Trade Alert, από το 2008 έως σήμερα
καταγράφηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο 1.630 προστατευτικά μέτρα, ήτοι ένα
την ημέρα. «Πρόκειται για μέτρα που έχουν τη μορφή νόμων αντιντόμπινγκ ή
εξαγωγικών ποσοστώσεων ή τέλος εισαγωγικών δασμών», τονίζει ο
καθηγητής. Από την πλευρά του, ο Γερμανός σύμβουλος επιχειρήσεων Ρούντι
Κίντερμπεργκ κάνει λόγο για εμπορικό πόλεμο που μαίνεται και τονίζει τον
κίνδυνο «για κάποιους να πέσουν στον γκρεμό».
Είναι
δε σαφές ότι στον πόλεμο αυτό η κινεζική βιομηχανία είναι πέρα για πέρα
επιθετική, κάτι που αντανακλάται και στα 160 δισ. δολάρια εμπορικό
πλεόνασμα της Κίνας μόνο για το 2011. «Οι εμπορικές μάχες είναι όλο και
πιο σκληρές», μας λέει ο Αμερικανός καθηγητής Επιχειρηματικής
Στρατηγικής, Πάτρικ Γουάιτ, «γιατί η παγκόσμια πίττα δεν μεγαλώνει για
την ώρα και όλοι προσπαθούν είτε να διατηρήσουν τα μερίδιά τους σε αυτή
είτε, βέβαια, να τα μεγαλώσουν». Γι” αυτό δίνεται σκληρή μάχη και στο
επίπεδο των αμοιβών εργασίας, με τη Βραζιλία να πρωτοστατεί σε μειώσεις
δημοσίων δαπανών, μισθών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων για τις
επιχειρήσεις.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το
Μεξικό, το οποίο επωφελήθηκε από τις μισθολογικές αυξήσεις στην Κίνα
για να μειώσει τις αμοιβές εργασίας και να αυξήσει έτσι τις εξαγωγές του
προς τις ΗΠΑ εις βάρος ανταγωνιστικών κινεζικών προϊόντων.
Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, ενώ η
Κίνα προσπαθεί για ευνόητους λόγους να ενισχύσει τη ζήτηση και την
κατανάλωση στο εσωτερικό της, ανταγωνίστριες χώρες όπως το Βιετνάμ, το
Μπαγκλαντές και το Πακιστάν την ανταγωνίζονται στο επίπεδο του
εργασιακού κόστους με θετικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. «Στις
αναπτυσσόμενες χώρες και ιδιαίτερα στις περίφημες BRIC (Βραζιλία, Ρωσία,
Ινδία, Κίνα), ουσιαστικός παράγοντας της οικονομικής τους μεγέθυνσης
είναι η αύξηση της παραγωγικότητας.
Οι χώρες που διαθέτουν νεαρό και
διογκούμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο γίνεται ολοένα πιο αποδοτικό, θα
αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ τους. Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι
επιδόσεις των ΗΠΑ υπερτερούσαν εκείνων της Ευρώπης από το 1980 έως το
2010 είναι ότι περισσότεροι άνθρωποι εντάσσονταν στο εργατικό δυναμικό
και εργάζονταν περισσότερες ώρες. Η παραγωγικότητα των Αμερικανών
εργατών δεν ήταν σημαντικά υψηλότερη. Απλώς ήταν περισσότεροι και
εργάζονταν περισσότερο.
Η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων για
τις BRIC δείχνει ότι σε αυτές τις τέσσερις χώρες υπάρχει ένα παρόμοιο
μοντέλο, το οποίο συνεχώς διευρύνεται και βεβαίως φέρνει αποτελέσματα»,
τονίζει ο Ριμ Ντουράι, αναλυτής της Μόργκαν Στάνλεϊ, ο οποίος γνωρίζει
άριστα τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Επισημαίνει έτσι ότι, όσο οι χώρες αυτές
συνειδητοποιούν τον ανερχόμενο ρόλο της Ασίας στην παγκόσμια οικονομία,
τόσο δημιουργούνται νέες συμμαχίες ενισχυτικές του ασιατικού άξονα.
Μέσα στα επόμενα χρόνια η Κίνα θα έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στον
κόσμο, με την Ινδία να κατέχει την τρίτη θέση, ενώ οι δύο αυτές χώρες θα
αντιπροσωπεύουν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Με δεδομένη, όμως, την αντιπαλότητα
ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως και αυτή της Ινδίας με το Πακιστάν, θα
πρέπει να δει κανείς πώς θα σφυρηλατηθούν στον ασιατικό χώρο οι
οικονομικές, νομισματικές και κοινωνικές σχέσεις -με δεδομένη πάντα την
οικονομική παρουσία στην παγκόσμια αγορά της Βόρειας Αμερικής και της
Ευρώπης.
Ο Γάλλος καθηγητής Ντανιέλ Μπενέτ
προβλέπει ότι για να επιβιώσει η Ευρώπη θα πρέπει να ενισχύσει εκ νέου
τη βιομηχανία της, αλλά υπό όρους πολύ πιο ανταγωνιστικούς απ” ό,τι στο
παρελθόν. «Για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, η άνοδος της κατανάλωσης
στις BRIC είναι το μεγάλο καλό νέο. Σημαίνει ότι οι χώρες αυτές, πέρα
από απειλή, αποτελούν και ευκαιρία.
Το θέμα είναι ότι η αυριανή ευρωπαϊκή
βιομηχανία θα πρέπει να υιοθετήσει ένα επιχειρηματικό μοντέλο με
ασιατικά χαρακτηριστικά, δίνοντας όμως μεγάλη προσοχή στο κόστος
παραγωγής. Λόγου χάρη, μπορεί για την ώρα τα γερμανικά αυτοκίνητα να
είναι περιζήτητα στην Κίνα, στην Ινδία και στη Βραζιλία, αλλά πόσο θα
κρατήσει η κατάσταση αυτή;
Μπορεί για ένα διάστημα οι χώρες αυτές
να αγοράζουν ακριβά ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, σίγουρα όμως θα κατασκευάζουν
και φθηνότερα δικά τους τα οποία θα πωλούν στην Ευρώπη. Και αυτό θα
συμβεί διότι στη Γηραιά Ηπειρο δύσκολα το κατά κεφαλήν εισόδημα θα έχει
ρυθμούς αύξησης που γνώρισε στο παρελθόν. Η κρίση χρέους και ο σκληρός
ανταγωνισμός δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας», λέει ο Γάλλος
καθηγητής.
Ενα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει
επίσης η Ευρώπη -και όχι μόνον αυτή- είναι η νομισματική διάσταση του
οικονομικού πολέμου. Από το 2002 που άρχισε να λειτουργεί η Ευρωζώνη και
να ισχύει το ευρώ, τα περισσότερα ασιατικά νομίσματα έχουν υποτιμηθεί
46% κατά μέσο όρο έναντι του ευρωπαϊκού και τα αντίστοιχα της Λατινικής
Αμερικής κατά 50%, με κορυφαία την υποτίμηση του αργεντίνικου πέσο που
έφθασε το 84%. Την ίδια περίοδο, το ρωσικό ρούβλι υπερτιμήθηκε 34%
έναντι του ευρώ, το αμερικανικό δολάριο 23% και η βρετανική λίρα 22%.
Από την πλευρά της, η Ρωσία είναι η χώρα που έχει πάρει από το 2008 τα
περισσότερα προστατευτικά μέτρα (44) και την ακολουθούν Ινδία (31) και
Αργεντινή (30).
Επίσης, μάχες γίνονται και στο επίπεδο
της ενέργειας, όπου δίνουν και παίρνουν οι κρατικές επιδοτήσεις -με
κορυφαίες στην Ευρώπη αυτές που θα ισχύσουν το 2013 στην Γερμανία για τη
σιδηρουργία και τη χημική βιομηχανία της χώρας αυτής. «Για τη γερμανική
σιδηρουργία, αυτή η επιδότηση -που έγκειται στην επιστροφή προς αυτήν
των με πλειστηριασμό πωλήσεων διοξειδίου του άνθρακα (CO2)- θα
αντιπροσωπεύει 10% των περιθωρίων της, ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό»,
τονίζει ο Εμανουέλ Ροντρίγκεζ, διευθυντής πωλήσεων στη γαλλική
Ancelor-Mittal.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται από στελέχη
της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., όλες αυτές οι εξελίξεις
οδηγούν και σε σταδιακές καρτελοποιήσεις μεγάλων κλάδων της ευρωπαϊκής
βιομηχανίας -γεγονός που προκαλεί πρόσθετους πονοκεφάλους στον αρμόδιο
επίτροπο, Χοακίμ Αλμούνια.
Εγκυρότατες πληροφορίες μας αναφέρουν
ότι από τις αρχές του 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασχολήθηκε με μεγάλες
περιπτώσεις ύπαρξης καρτέλ όπου εμπλέκονταν 116 επιχειρήσεις -που
καταδικάστηκαν συνολικά σε πρόστιμα 4,1 δισ. ευρώ, τα οποία
αντιπροσωπεύουν τρεις φορές τα αντίστοιχα που είχαν επιβληθεί από το
1990 έως το 2000.
Στις ΗΠΑ, Αμερικανοί οικονομολόγοι έχουν
εντοπίσει τα 15 τελευταία χρόνια 283 διεθνή καρτέλ, στα οποία
κυριαρχούν η γερμανική χημική βιομηχανία BASF η γαλλική εταιρεία
καυσίμων Total, οι γερμανικές Siemens καιDegussa (χημικά), η
βρετανική BP οι αμερικανικές Intel Johnson and Johnson και Elli Lilly
and Co. Οι εταιρείες αυτές κλήθηκαν να καταβάλουν 18 δισ. δολάρια
πρόστιμα, τα οποία όμως υπολογίζεται ότι είναι χαμηλότερα από τα οφέλη
που έχουν αποκομίσει λόγω καρτελοποίησης.
Ο μόνιμος αντίλογος των παραπάνω
επιχειρήσεων είναι ότι στον ανταγωνισμό με κρατικοδίαιτες εταιρείες
χαμηλού κόστους των αναπτυσσομένων χωρών, οι όροι είναι άνισοι και
πρέπει να αμυνθούν. Ακόμα, επισημαίνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν
όταν θέλουν να κάνουν επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες -και
ιδιαίτερα στην Ινδία, που θεωρείται και η πιο αφιλόξενη για ξένες
επιχειρήσεις χώρα του BRIC.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της πολεμικού
χαρακτήρα παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας, οι επιχειρήσεις αναπτυγμένων
και αναπτυσσόμενων χωρών στρέφουν τα βλέμματά τους προς την Αφρική, η
οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, από 810 εκατομμύρια κατοίκους
που είχε το 2011, σε 14 χρόνια θα έχει 1,2 δισεκατομμύριο, για να φθάσει
τα 2,3 δισεκατομμύρια το 2100.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια πολλά
υποσχόμενη ήπειρο, στην οποία ήδη έχουν πάρει καλές θέσεις οι Κινέζοι
και ακολουθούν οι Ρώσοι και οι Ευρωπαίοι της Ε.Ε. Επειδή όμως το θέμα
αυτό είναι τεράστιο και πολυσύνθετο, θα επανέλθουμε στην ανάλυσή του με
ξεχωριστό σημείωμά μας. Για την ώρα, εκείνο που επισημαίνουμε είναι η
δεινή θέση της Ευρώπης στον οικονομικό πόλεμο, η οποία δεν πρόκειται να
βελτιωθεί αν η Ε.Ε. δεν αποφασίσει να προχωρήσει σε λήψεις ριζικών
οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα » Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 15/12/2012