Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2006

Νίκος Καζαντζάκης


Σύντομο χρονικό του βίου του Νίκου Καζαντζάκη

Στις 26 Οκτωβρίου 1957 ο Νίκος Καζαντζάκης έφυγε από τη ζωή. Σαράντα-εννιά χρόνια μετά, η σκέψη του παραμένει ζωντανή, ανέγγιχτη από τη φθορά του χρόνου και γοητευτική όσο ποτέ.

Ο Νίκος Καζατζάκης είναι ο πολυγραφότερος και ο περισσότερο μεταφρασμένος σε ξένες γλώσσες και διαλέκτους συγγραφέας μας. Διεθνώς αναγνωρισμένος, κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στους κλασσικούς όλων των εποχών. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Τουρκοκρατούμενο τότε το νησί και οι πολυαίμακτοι απελευθερωτικοί αγώνες των Κρητών για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και την κατάκτηση της λευτεριάς, με τον πατέρα του, τον καπετάν Μιχάλη, ανάμεσα στους πρωτομάχους, εναπέθεσαν στην παιδική ψυχή του συγκλονιστικές εμπειρίες και ιστορικά και ηθικά βιώματα για την συγγραφή του απαράμιλλου έργου του. Η μητέρα του λεγόταν Μαρία, το γένος Χριστοδουλάκη. Καταγόταν από το χωριό Βαρβάροι, που λεγόταν και Μυρτιά.
Τα πρώτα στάδια της παιδείας πήρε στο Ηράκλειο και μερικώς στη Νάξο. Το 1902-1906 φοιτά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αριστεύει. Με την αποφοίτησή του, το 1906 εμφανίζεται στα Γράμματα με το δοκίμιο «Η αρρώστια του αιώνος», το δράμα «Ξημερώνει» και τη μυθιστορηματική νουβέλα «Όφις και Κρίνο», με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Τα κείμενα του εξ αρχής εντυπωσιάζουν. Από τον επόμενο χρόνο εμφανίζεται και ως δημοσιογράφος. Κάρμα Νιρβαμή, Πέτρος Ψηλορείτης, Ακρίτας είναι ψευδώνυμά του με συνεχώς, αύξουσα και πολύπλευρη συγγραφική δημιουργία. Το 1908-1909 ακολουθεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Ο Henri Bergson τον επηρεάζει βαθύτατα.

Από το 1910 εγκαθίσταται στη Αθήνα και στην προσωπική του συγγραφή σε λίγο προστίθενται οι μεταφράσεις επιστημονικών και φιλοσοφικών έργων της παγκόσμιας διανόησης, αλλά και Ελληνικών κλασσικών έργων, όπως του Πλάτωνος. Μεγάλες οι ανάγκες της ζωής, ευτελής η αμοιβή. Πολύ αργότερα, μαζί με τον Γιάννη Κακριδή θα μεταφράσει και τον Όμηρο, «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια», αλλά και μόνος, ξένους θεατρικούς συγγραφείς.
Το 1911 νυμφεύεται την Γαλάτεια Αλεξίου, άγουρο έρωτα των παιδικών χρόνων. Ατυχής ο γάμος τους. Καθόλου δεν ταίριαξαν οι δυο τους και σύντομα ήλθαν σε διάσταση και κατέληξαν σε διαζύγιο. Για να συναινέσει στην έκδοση του διαζυγίου η άστατη Γαλατεία, αξίωσε εφ΄όρου ζωής να διατηρήσει το όνομά του. Και με αυτό το επώνυμο κατά τα τέλη της ζωής της, αφού τέλεσε δεύτερο γάμο, έγραψε υβριστικό βιβλίο για τον πρώην σύζυγό της, Νίκο Καζαντζάκη. Σ΄αυτό την συναγωνιζόταν η αδελφή της Έλλη Αλεξίου.
Τον επόμενο χρόνο κατατάσσεται εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους- ας μην ξεχνούμε ότι τότε οι Κρητικοί ήσαν Τούρκοι υπήκοοι- και το 1914 γνωρίζεται με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Επισκέπτονται και διαμένουν για σαράντα ημέρες στο Άγιον Όρος και περιηγούνται την Ελλάδα για να αποκτήσουν «συνείδηση της γης και της φυλής τους». Το ίδιο θα κάνουν οι δύο φίλοι και μεταγενέστερα χρόνια. Τα ταξίδια και τα όνειρα ήσαν ευεργέτες, έγραψε ο ίδιος, έτρεφαν την ψυχή του.
Η βιοπάλη πάντα στην επιφάνεια και με κάποιες επιχειρηματικές και συγγραφικές μεταφραστικές δραστηριότητες προσπαθεί να διασφαλίσει τις βιοτικές του ανάγκες. Το μόνο καλό, που είχε από τις πρώτες δραστηριότητες, ήταν η γνωριμία του με τον Αλέξη Ζορμπά. Τότε - αλλά και ύστερα- έγραψε ο Καζαντζάκης παιδικά και σχολικά βιβλία, που εκδόθηκαν με το όνομα της συζύγου του Γαλατείας, πράγμα που της έδωσε δόξα και φήμη στην Ελλάδα και σε όλον τον Ελληνισμό. Στον Καύκασο τον ρώτησαν: «Είσθε σύζυγος της κυρίας Γαλατείας;"
Από το 1917 επεκτείνει τις περιηγήσεις του εκτός Ελλάδος, με πρώτη χώρα την Ελβετία. Εκεί έρχεται σε έπαφη με το έργο του Νίτσε, ο οποίος βαθύτατα τον επηρεάζει με τα λιονταρίσια του δόγματα. Είχε ήδη από πριν αναγάγει σε δασκάλους του τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Μπέρξον, για να προστεθεί αργότερα σαν γκουρού του ο Ζορμπάς.
Μέγας σταθμός για τον ίδιο και στην Ελλάδα ήταν ο διορισμός του το 1919 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως Γενικού Διευθυντού του νεοσύστατου Υπουργείου Περιθάλψεως και η ανάθεση σε αυτόν της αρχηγίας Αποστολής στον Καύκασο για την μεταφορά στην Ελλάδα των Ελλήνων του Καυκάσου που εδιώκοντο αγρίως μετά την επικράτηση του κουμμουνισμού στην Ρωσία. Εκατόν πενήντα Έλληνες μεταφέρθηκαν τότε στην Ελλάδα και ο Καζαντζάκης τους εγκατέστησε στην Μακεδονία και στη Θράκη. Ήταν μια πράξη μέγιστης εθνικής προοπτικής, έμπνευση προφητική. Δεν λέω επαναπατρίστηκαν, γιατί όλο εκείνοι οι μυθικοί τόποι ήσαν προαιώνιες Ελληνικές πατρίδες.
Με αυτές τις γόνιμες ενασχολήσεις και παρά τις συστηματικές και μακρές περιηγήσεις στην Ελλάδα, δεν σταματά τη συγγραφή. Ενδεικτικά αναφέρω τη διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας"(1909) και την τραγωδία «Ο Πρωτομάστορας» (1910),που παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας το 1916. Παντού αναζητεί την ουσία κάτω από τα φαινόμενα σπάζοντας τα περιβλήματα της συμβατικότητας. Αποκαλύπτει την ψυχή και την αλήθεια, από την οποία ήταν παιδιόθεν λαβωμένος. Το 1921 περιέρχεται τη Γερμανία βλέπει Αυστρία και Ιταλία και ξανά προσκύνημα στην Κρήτη, αλλά και στο Μεσολόγγι και σε άλλες ιστορικές πολιτείες τον επόμενο χρόνο. Αυτός ο αέναος γυρισμός του στην Κρήτη του έδινε δύναμη, από την Κρήτη έπαιρνε φόρα.

Τον επόμενο χρόνο, 1922, σταθμός του είναι η Βιέννη και το Βερολίνο, με τις έντονες κοινωνικές αναστατώσεις και τις ριζοσπαστικές ιδεολογικές αναζητήσεις και ανακατατάξεις, που πολύ τον επηρεάζουν. Σε αυτό τον ίδιο χρόνο προστίθεται και η ταραχή του από την εθνική μας συμφορά της Μικρασιάτικης καταστροφής και όλα στροβιλίζουν και αναδιαμορφώνουν τις ψυχικές καταστάσεις και θεωρίες του μεγάλου αναζητητή. Τότε γνωρίζεται και με τον «πύρινο κύκλο» των γυναικών του Βερολίνου που τον επηρέασαν και τη ζωή και το έργο του. Τότε έγραψε την «Ασκητική», το κατά Καζατζάκην ευαγγέλιο», όπως την χαρακτήρισε μια Ελβετική εφημερίδα.
Το 1923 και 1924 τον βλέπουμε να περιηγείται τη Γερμανία και την Ιταλία. Για σαράντα μέρες έμεινε στην Ασσίζη, την πολιτεία του Αγίου Φραγκίσκου, για τον οποίο θα μας δώσει αργότερα το μυθιστόρημα «Ο Φτωχούλης του Θεού».
Η 18η Μαΐου 1924 αποτελεί τομή στη ζωή του. Την ημέρα εκείνη γνώρισε την Ελένη Σαμίου, που απέβη η δυναμική σύντροφος και σύζυγος μέχρι της τελευταίας πνοής του. Υπήρξε για αυτόν η Ελένη «το εφταγύναικο, το εφταπέτσινο σκουτάρι της ζωής του», είπε. «Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου χωρίς αυτή θα είχα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη», θα γράψει το Μάιο του 1957, πέντε μήνες πριν πεθάνει.
Συνεχείς οι περιδιαβάσεις του στην Ελλάδα και το 1925-1926 επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση, ακολούθως την Κύπρο, την Παλαιστίνη, τον Λίβανο, την Ισπανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, το Σινά μέχρι τι αρχές του έτους, Το καλοκαίρι του 1927 δημοσιεύεται σε περιοδικό την «Ασκητική», που θα διορθώσει και εμπλουτίσει αργότερα, τελειώνει την «Οδύσσεια», που θα κυκλοφορήσει το 1938. Τον ίδιο χρόνο φεύγει για την Μόσχα και γνωρίζεται με τον Παναιτ Ιστράτη. Περιηγείται τη χώρα μέχρι το Καύκασο και στέλνει δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις στην Αθήνα, όπως έκανε και στα προηγούμενα ταξίδια του.
Το 1953 ταξιδεύει στην Κίνα και στη Ιαπωνία, από όπου βγαίνει το αντίστοιχο ταξιδιωτικό βιβλίο, όπως για άλλες χώρες που επισκέφτηκε, Αγγλία, Ισπανία, Ρωσία, Αίγυπτο, Κύπρο, Παλαιστίνη. Η Αίγινα προκρίνεται το 1936 για εγκατάστασή του μαζί με την Ελένη. Κτίζουν μάλιστα, και ιδιόκτητο σπίτι, που μοιάζει σαν κάστρο, όπως ο ίδιος είπε.
Τον ίδιο χρόνο το ναζιστικό καθεστώς απαγορεύει την έκδοση και κυκλοφορία στη Γερμανία του μυθιστορήματος του «Βλαχόκηπος». Τότε μετέφρασε τον «Φάουστ» του Γκαίτε και έγραψε και άλλα θεατρικά έργα, όπως «Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει».
Στο τέλος του 1936 βρίσκεται ξανά στην Ισπανία, που χειμάζεται από εμφύλιο πόλεμο. Οι συγκλονιστικές του ανταποκρίσεις δημοσιεύονται από την «Καθημερινή». Τη γαλήνη του ξαναβρίσκει στην Αίγινα και περιηγούμενος την Ελλάδα τον επόμενο χρόνο, όταν τυπώνονται τα βιβλία του.
Το 1938 τυπώνεται σε μεγάλο σχήμα η «Οδύσσεια». Αμέσως μετά τον θάνατο του θα εκδοθεί αγγλικά και στην Αμερική κατά μετάφραση του Κίμωνος Φραιαρ και θα γίνει best-seller. Την χαρακτήρισαν τότε ως το έπος της λευκής φυλής και πνευματικό μνημείο του αιώνα μας.
Οι πρώτες βόμβες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρίσκουν στην Αγγλία, σε μια γόνιμη πνευματική αναζήτηση. Τον επόμενο χρόνο ξανά στην Αίγινα και στην Κρήτη. Το 1941, ενέσκηψε η Γερμανική κατοχή. Τότε ο Καζαντζάκης αντλεί θέματα από την Ελληνική Ιστορία. Γράφει τα βιβλία «Μέγας Αλέξανδρος», «Στα Παλάτια της Κνωσσού», την τριλογία του Προμηθέως, «Ιωάννης Καποδίστριας», «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» μεταφράζει την «Οδύσσεια» και την «Ιλιάδα» του Ομήρου. Ακόμη έγραψε τότε το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του φίλου του.
Με την απελευθέρωση αναμειγνύεται ενεργώς στην πολιτική και γίνεται Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Κυβέρνηση Σοφούλη, (Νοέμβριος 1945). Παραιτείται απηυδησμένος σε ενάμιση μήνα. Ενωρίτερα, τον ίδιο χρόνο η Ακαδημία Αθηνών δεν δέχτηκε να τον εκλέξει μέλος της στην Τάξη Γραμμάτων και Τεχνών.
Το 1945 αποστέλλεται στην Κρήτη ως μέλος Επιτροπής για την διαπίστωση των ωμοτήτων των Γερμανών και των Ιταλών στην μεγαλόνησο. Η σχετική Έκθεση θεωρήθηκε απόρρητο εθνικό έγγραφο. Ευτυχώς, την βρήκε ο Δήμαρχος Ηρακλείου Μανώλης Καρέλλης και τη δημοσίευσε το 1983.
Τον επόμενο χρόνο πηγαίνει ξανά στην Αγγλία. Προσπάθειά του, να συνεγείρει τους πνευματικούς ανθρώπους του κόσμου για την ειρήνη και για τον πολιτισμό και να ιδρυθεί μια «Διεθνής του Πνεύματος». Τότε ανακύπτει και το θέμα του βραβείου Νόμπελ. Την υποψηφιότητα του καταπολέμησε αγρίως και ασυδότως αλλά αποτελεσματικώς, η Ακαδημία Αθηνών και η Ελληνική Κυβέρνηση. Για δέκα χρόνια προσπαθούσε ο Καζαντζάκης να πάρει το Νόμπελ, και φαίνεται πως είχε σημειωθεί και μια σύγκλιση απόψεων για να το πάρει, και για δέκα χρόνια τον καταπολεμούσε η πατρίδα του να μην το πάρει. Αξιότερός του, είπαν τότε, ήταν ένας άλλος διάσημος συγγραφέας, με το όνομα Βουγιουκλάκης.
Με αυτό και με άλλες αθλιότητες, από το 1946 οδηγείται στον αυτοξενιτεμό του από την πατρίδα του, που τον καταδιώκει. Ζεί στην ξενιτιά, μα η καρδιά του περιφέρεται στην Ελλάδα. Την Ελλάδα την αιώνια κρατά κάτω από τα βλέφαρα του, θα γράψει ο ίδιος, όχι τη Μελάδα. Και ας τον αναγνωρίζει πλέον η οικουμένη και ας αρχίζουν να δουλεύουν τα τυπογραφεία σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης με εκτυπώσεις μεταφράσεων των έργων του.
Τα χρόνια εκείνα, κατά το τέλος της δεκαετίας του 1940 και στη δεκαετία του 1950,γράφει και τα μυθιστορήματά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Οι αδελφοφάδες», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Ο Φτωχούλης του Θέου», «Αναφορά στον Γκρέκο».Από τη Γαλλία ταξιδεύει στις γύρω χώρες, αλλά και η υγεία του αρχίζει να κλονίζεται.
Τα «ντροπής έργα» αναλαμβάνονται και συνεχίζονται στην Εκκλησία της Ελλάδος, αρχικά για τον «Ο Καπετάν Μιχάλης». Ούτε που το είχαν διαβάσει. Είχαν ακούσει πως εξεδόθη και ένα βιβλίο, με τίτλο «Ο Τελευταίος Πειρασμός»,στα Σουηδικά. Και να ήθελαν να το διαβάσουν δεν μπορούσαν. Στα ελληνικά δεν είχε ακόμα εκδοθεί. Το καταδίκασαν και αυτό. Τότε η Παπική Εκκλησία ανέγραψε τον «Ο Τελευταίος Πειρασμός» στον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων», τον περιβόητο Index.
O Καζαντζάκης διαμαρτύρεται στην επιτροπή του Index τηλεγραφώντας του «Στο δικαστήριο σου, Κύριε, κάνω έφεση». Πρόκειται για τη φράση του Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello». Στην εκκλησία της Ελλάδος διαβιβάζει την ίδια μαρτυρία και προσθέτει: «Την ίδια φράση αποτείνω και στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Στο δικαστήριο σου, Κύριε, κάνω έφεση!». Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να ΄ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου και να΄στε τόσο ηθικοί όσο είμαι εγώ».
Το Βατικανό αργότερα κατάργησε τον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων» και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας το 1968 είπε ότι τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη.
Το 1957 ο Νίκος και η Ελένη δοκιμάζουν μεγάλη χαρά γιατί «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» γίνεται κινηματογραφική ταινία από τον Ζύλ Ντασσέν. Παριστάνεται και στην πρεμιέρα στις Κάννες. Τον Ιούνιο πηγαίνουν ξανά στην Κίνα και στην Ιαπωνία. Από ένα εμβόλιο στην Καντώνα, το μπράτσο του Καζαντζάκη πρήζεται. Στο γυρισμό νοσηλεύεται στο Εθνικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Από εκεί τον παίρνουν στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας. Συνέρχεται από την ασθένεια και κτυπιέται από τη φοβερή τότε ασιατική γρίπη. Ο Σβάιτσερ τον επισκέπτεται στην Κλινική.
Στις 26 Οκτωβρίου 1957, ο ασκητής γίγας εκπνέει. Στις 3 Νοεμβρίου έφθασε η σωρός του στην Αθήνα, για να δοκιμάσει και νεκρός την αήθεια των ιθυνόντων. Στις 4 Νοεμβρίου μεταφέρεται αεροπορικώς στο Ηράκλειο και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Στις 5 Νοεμβρίου 1957 κηδεύεται από τον Καθεδρικό ναό Ηρακλείου και ενταφιάζεται στην Τάπια Μαρτινέγκο απάνω στα Βενετσιάνικα τείχη.
Ο τάφος του έγινε έκτοτε παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα. Μέσα στον τάφο και στο σύμπαν η σωρός του, πάνω στον τάφο μονίμως και αείποτε λουλούδια και στεφάνια και στις καρδιές των ανθρώπων ο ίδιος, άφθαρτος και αθάνατος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Live Traffic Map