ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΙΩΝΑ
Ο πρώιμος Χριστιανισμός γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα μετά την σταύρωση του Ιησού του Ναζωραίου, από μιαν ομάδα μαθητών, τους Αποστόλους (1). Η συνάθροιση (=εκκλησία) των πρώτων πιστών πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος Χριστός (=Μεσσίας) που σταυρώθηκε για να σώσει τους ανθρώπους, αναστήθηκε από τον τάφο του και πως σύντομα, επί των ημερών τους(2), θα επανεμφανιζόταν και θα τους οδηγούσε μαζί του στη βασιλεία του Θεού. Μολονότι οι αντιλήψεις τους αυτές αποτελούσαν για τους Ιουδαίους σκάνδαλο(3), εκείνοι δεν θεωρούσαν ότι ήταν αποστάτες του Ιουδαϊσμού αλλά ότι αντιθέτως εκπροσωπούσαν την αυθεντικότερη μορφή του το δε κήρυγμα του Ιησού συμπλήρωνε και συνέχιζε τη διδασκαλία του Νόμου.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ ο Ιησούς ο Ναζωραίος απέφευγε χαρακτηριστικά όχι μόνο να κηρύττει αλλά και να μπαίνει μέσα σε πόλεις (εκτός από τα Ιεροσόλυμα), οι πρώτες εκκλησίες των πιστών του κατά τον 1ον αιώνα συγκροτήθηκαν αποκλειστικά σε πόλεις: στα Ιεροσόλυμα, τη Σαμάρεια, την Ιόππη και ορισμένες άλλες πόλεις της Παλαιστίνης, στη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας, στη Ρώμη και μετά τα ταξίδια του Παύλου, σε πολλές πόλεις της Ασίας(4), στους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέρροια της Μακεδονίας και στην Κόρινθο της Αχαϊας.
Η διάδοση της νέας πίστης έξω από την Παλαιστίνη αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα για την διαφοροποίηση της από τον Ιουδαϊσμό. Οι νέες εκκλησίες συγκροτήθηκαν εν μέρει από εξελληνισμένους Ιουδαίους, εν μέρει από Εθνικούς "σεβόμενους", δηλαδή προσήλυτους ή επηρεαζόμενους από τον Ιουδαϊσμό και εν μέρει από ακραιφνείς Εθνικούς και η αναλογία των τελευταίων αυτών συνεχώς μεγάλωνε.
Μετά τον ιουδαϊκό πόλεμο και την καταστροφή των Ιεροσολύμων και του Ναού, η ακτινοβολία των παλαιστινιακών εκκλησιών περιορίστηκε δραματικά(5) και το προβάδισμα πέρασε στις εκτός της Παλαιστίνης εκκλησίες, κυρίως της Αντιόχειας, της Ρώμης και της Εφέσου, που ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνες και στις οποίες πλειοψηφούσαν οι εξ Εθνικών προερχόμενοι οπαδοί του Ιησού, που ονομάζονται πλέον Χριστιανοί. Μετά τον ιουδαϊκό πόλεμο επίσης, εμφανίζονται στην παλαιστινιακή ύπαιθρο αραμαιόφωνες αδελφότητες Ναζωραίων, κατά κανόνα φτωχών, που γιαυτόν ακριβώς τον λόγο ονομάστηκαν εβιωναίοι(6). Με τους εβιωναίους ο Χριστιανισμός επανέρχεται στην ύπαιθρο, αλλά το φαινόμενο είναι πρόσκαιρο και αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, που θέλει τον Χριστιανισμό, ως το τέλος του 4ου αιώνα τουλάχιστον, "θρησκεία των πόλεων".
Στο τέλος του 1ου αιώνα ο πρώιμος Χριστιανισμός εξακολουθούσε να είναι ακόμη αδιαμόρφωτος. Συνυπήρχαν σ΄αυτόν αφ΄ενός μεν η ιουδαϊκή εσχατολογία, η προσδοκία του Κριτή και Λυτρωτή Χριστού, που θα ερχόταν από τους ουρανούς σε Δευτέρα Παρουσία, η οποία θα συνοδευόταν με ανάσταση νεκρών και τελική κρίση, αφ΄ετέρου δε η ελληνιστική πνευματολογία και έκσταση, η αντίληψη του Ιησού Χριστού όχι ως Μεσσία αλλά ως μυστηριακής θεότητας, ως πάσχοντος θεού, ο οποίος με το θάνατο και την ανάστασή του λύτρωσε τους ανθρώπους. Ακόμη στον αδιαμόρφωτο πρώιμο Χριστιανισμό συναντούμε και γνωστικές ιδέες, όπως η εκ του Θεού εκπορευομένη Σοφία, ο ρόλος του Σατανά ως θεού του κόσμου τούτου(7) και η φθορά και ματαιότητα της Δημιουργίας(8).
Η σημασία του 2ου αιώνα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κατά τη διάρκειά του η νέα πίστη συστηματοποιήθηκε, αποχωρίστηκε οριστικά και τελεσίδικα από τον Ιουδαϊσμό, απέκτησε οργανωτική δομή και ιερατείο, καθώς και ιερά κείμενα γενικής, κατά το πλείστον, αποδοχής. Ταυτόχρονα οι διαφορετικές απόψεις, που εκφράζονταν μέσα στους κόλπους των εκκλησιών, και οι οποίες κατά τον 1ον αιώνα αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο, από τα μέσα του 2ου αιώνα περίπου παύουν να γίνονται ανεκτές και στιγματίζονται ως αιρετικές.
Όσον αφορά τα ιερά κείμενα της νέας πίστης, οι ερευνητές συμφωνούν ότι στις εκκλησίες του 1ου αιώνα, τα μόνα βιβλία που εθεωρούντο ιερά ήταν οι Γραφές, δηλαδή τα βιβλία που σήμερα αποτελούν την Παλαιά Διαθήκη. Υπήρχαν βεβαίως οι συλλογές των Λογίων του Ιησού, κυκλοφορούσαν Επιστολές του Παύλου καθώς και κάποιες Αποκαλύψεις. Από τα βιβλία αυτά μαθαίνουμε για το τι συνέβη μετά τη σταύρωση του Ιησού και τι περίπου εκείνος δίδαξε. Για τα όσα όμως συνέβησαν στους οπαδούς της καινούργιας πίστης μετά το θάνατο του Αποστόλου των Εθνών καθώς και για την ιδεολογία των πρώτων εκκλησιών τους, οι πληροφορίες που έχουμε από πηγές της εποχής εκείνης είναι ελάχιστες.
Μεταξύ των κειμένων που πρέπει να έχουν γραφεί πριν από την καταστροφή των Ιεροσολύμων, (πρώτη ομάδα των αποδιδομένων στον Παύλο Επιστολών, ενδεχομένως η αρχική μορφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη, συλλογές με τα Λόγια του Ιησού κ. ά.) και εκείνων που πρέπει να γράφηκαν μετά την καταστολή της επανάστασης του Μπαρ Κοχεβά, (ο Διάλογος και οι Απολογίες του Ιουστίνου, η οριστική μορφή των Ευαγγελίων και των Πράξεων, οι υπόλοιπες Επιστολές που αποδίδονται στον Παύλο, ο Ποιμένας του Ερμά, οι Πράξεις του Πέτρου και του Παύλου κ. ά.) μεσολαβεί ουσιαστικά φιλολογικό κενό, που εν μέρει μόνο καλύπτουν η τελική μορφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη, οι Επιστολές του Κλήμεντα Ρώμης, η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, η λεγόμενη Επιστολή του Βαρνάβα, οι Επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας και η Επιστολή του Πολυκάρπου Σμύρνης προς Φιλιππησίους.
Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε ούτε κατά προσέγγιση τι ακριβώς συνέβη στις εκκλησίες των Χριστιανών κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2ου αιώνα(9), κατά το οποίο ήταν σα να βρίσκονταν μέσα σε ένα τούνελ(10) και μόνο από τη μελέτη και τη σύγκριση των κειμένων που προαναφέρω μπορούμε να εικάσουμε ορισμένα πράγματα σχετικώς με την κατάσταση των εκκλησιών κατά την εποχή εκείνη.
Είναι πάντως προφανές ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εκκλησίες κατά το πρώτο ήμισυ του 2ου αιώνα δεν τα προκαλούσαν εξωτερικές πιέσεις (κρατικές διώξεις ή εχθρότητα των Εθνικών) αλλά εσωτερικές διαμάχες και αντιπαραθέσεις, οι κυριότερες από τις οποίες αφορούσαν: α) τη σχέση Χριστιανισμού - Ιουδαϊσμού, β) την αντιμετώπιση των Γνωστικών και γ) την αντιπαράθεση των λεγόμενων προφητών προς το διαμορφούμενο χριστιανικό ιερατείο.
Αναφορικά με το πρώτο πρόβλημα, των σχέσεων του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό, αυτό είχε ήδη τεθεί από τον 1ο αιώνα, κυρίως από τον Παύλο. Οι ιουδαϊζοντες Χριστιανοί πίστευαν ότι αντιπροσώπευαν την καθαρότερη μορφή του Ιουδαϊσμού και ότι η διδασκαλία του Ιησού αποτελούσε συνέχεια και συμπλήρωση του Νόμου. Αντίθετα ο Παύλος και όσοι ακολούθησαν τις απόψεις του ήθελαν να απομακρυνθούν από τις ιουδαϊκές αντιλήψεις και αναπόφευκτα ήρθαν σε αντιπαράθεση με την εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου κυριαρχούσε το ιουδαϊζον πνεύμα. Ο Σίμων - Πέτρος ή Κηφάς, παλιός μαθητής του Ιωάννη του Βαπτιστή και εν συνεχεία του Ιησού, ήταν ο ηγέτης της ιουδαϊζουσας τάσης και μολονότι ήταν άνθρωπος σχετικά διαλλακτικός και πράος, θεωρούσε τον Παύλο ως τον υπ΄αριθμό ένα εχθρό της αληθινής θρησκείας(11), έπαψε όμως να υπάρχει ή τουλάχιστον να δρα στα Ιεροσόλυμα και την Αντιόχεια από πολύ νωρίς(12). Ο Ιάκωβος ο λεγόμενος Μικρός ή Αδελφόθεος, που τον διαδέχθηκε, άνθρωπος εμπαθής και αδιάλλακτος, που υπέβλεπε ήδη τον Πέτρο, ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παύλο(13).
Τα κείμενα των αρχών του 2ου αιώνα αντικατοπτρίζουν τις αντιπαραθέσεις αυτές. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι σαφώς εχθρική προς τα παύλεια κηρύγματα ενώ οι επιστολές του Ιγνατίου έχουν γραφεί "υπό την σκιά του Παύλου"(14) και απηχούν τις απόψεις του, όπως και η λεγόμενη Επιστολή του Βαρνάβα(15) και η Επιστολή του Πολυκάρπου Σμύρνης προς Φιλιππησίους. Εξ άλλου η Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Κλήμη Ρώμης και η Διδαχή των Αποστόλων, προσπαθούν να συμβιβάσουν κατά κάποιον τρόπο τις δύο τάσεις και ενδεχομένως να αντιπροσώπευουν κάποια τρίτη ελληνιστική τάση μεταξύ των πρώτων πιστών, παράλληλη με τους ιουδαϊζοντες και τους οπαδούς του Παύλου(16).
Το δεύτερο κατά σειρά σπουδαιότητας πρόβλημα ήταν η αντιμετώπιση των απόψεων των Γνωστικών. Οι Γνωστικοί προϋπήρξαν του Χριστιανισμού και ο πρώτος Γνωστικός με τον όποίον ήρθαν σε επαφή και εν συνεχεία σε αντιπαράθεση οι Απόστολοι ήταν ο Σίμων, ο λεγόμενος Μάγος, στη Σαμάρεια, ο οποίος για μικρό διάστημα είχε γίνει μέλος της εκεί εκκλησίας(17). Μαθητής του ήταν ο Μένανδρος. Στις αρχές του 2ου αιώνα στην Αντιόχεια προπαγάνδιζαν τις απόψεις των Γνωστικών ο Σατουρνίλος, μαθητής του Μενάνδρου και κυρίως ο Βασιλείδης, ο οποίος αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου έγραψε 24 βιβλία σχολιάζοντας τα πρώτα χριστιανικά κείμενα. Από τα βιβλία των Γνωστικών ελάχιστα έφτασαν ως εμάς. Μερικά από αυτά βρέθηκαν το 1945 στο Ναγκ Χαμμάντι (το αρχαίο Χηνοβόσκιο) της Αιγύπτου. Τα σπουδαιότερα γνωστικά κείμενα είναι η Πίστις Σοφία, τα Ευαγγέλια του Φιλίππου, των Αιγυπτίων και του Θωμά, το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και άλλα, τα οποία μπορεί να θεωρηθούν περισσότερο γνωστικά παρά χριστιανικά κείμενα, γνωστικές όμως αντιλήψεις έχουν παρεισφρύσει και στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο καθώς και στην προς Κολοσσαείς Επιστολή του Παύλου.
Οι Γνωστικοί θέλοντας να εξηγήσουν την αντίφαση που απασχολούσε (και απασχολεί) κάθε θρησκευόμενο άνθρωπο, πώς είναι δηλαδή δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να ανέχεται να βασανίζονται τα πλάσματά του από το Κακό, κατέληξαν να πιστέψουν ότι πως υπάρχουν δύο θεοί: ο κακός θεός-δημιουργός, που έπλασε αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο της ύλης και του σκότους και ο οποίος είναι υπεύθυνος για όλα τα κακά και τις δυστυχίες που δυναστεύουν τους ανθρώπους και ο υπέρτερος αγαθός θεός του φωτός, ο οποίος όμως είναι άγνωστος και απρόσιτος στους ανθρώπους, στους οποίους γίνεται γνωστός με τη βοήθεια απεσταλμένων του.
Εξ αιτίας της διδασκαλίας του Βασιλείδη, του Βαλεντίνου και του Καρποκράτη οι πρώτοι Χριστιανοί της Αιγύπτου ήταν επηρεασμένοι βαθειά από τον γνωστικισμό, σχεδόν ως το τέλος του 2ου αιώνα. Αλλά και στη Ρώμη η επίδραση του Γνωστικισμού στους πρώτους Χριστιανούς ήταν μεγάλη. Μετά τον Βαλεντίνο στη Ρώμη κήρυξε και μια μαθήτρια του Καρποκράτη, η Μαρκελλίνα και κατόπιν έφτασε εκεί ο Μαρκίων, πλούσιος χριστιανός και μάλιστα παιδί πρεσβυτέρου, ο οποίος όμως εκδιώχθηκε από την Εκκλησία του Πόντου γιατί παραβίασε τις εντολές της. Πήγε στη Ρώμη, όπου αφ’ ενός μεν προσπάθησε να συγκεντρώσει τα πρώτα χριστιανικά κείμενα σε μία κοινώς αποδεκτή συλλογή, δημιουργώντας τον πρώτο γνωστό Κανόνα, αφ’ ετέρου δε επεδίωξε να συγκεράσει τις γνωστικές με τις χριστιανικές αντιλήψεις. Ο Μαρκίων, όπως και οι λοιποί Γνωστικοί, απέρριπταν ολόκληρον τον Ιουδαϊσμό και τις Γραφές (Παλ. Διαθήκη) και απέκρουαν την αγαπητική σχέση του Θεού με τον κόσμο και την ιστορία(18).
Οι ηγέτες των χριστιανικών εκκλησιών κατάλαβαν από την αρχή ότι οι γνωστικές αντιλήψεις αντιπροσώπευαν για τη νέα πίστη μέγιστο κίνδυνο και ότι η απόρριψη του Ιουδαϊσμού και της Παλαιάς Διαθήκης θα στερούσε το Χριστιανισμό από το πιο στέρεο θεμέλιό του, ανοίγοντας το δρόμο στην ερμηνεία του όχι με βάση τις ιουδαϊκές απόψεις, τις οποίες δέχονταν ο Ιησούς και οι Απόστολοι, αλλά με υπόβαθρο τις ελληνιστικές παραδόσεις(19). Γιαυτόν ακριβώς το λόγο όλα τα χριστιανικά κείμενα των αρχών του 2ου αιώνα είναι απεριφράστως εχθρικά προς τους Γνωστικούς(20), ο δε Πολύκαρπος Σμύρνης σε μεγάλη ηλικία ταξίδεψε ως τη Ρώμη για να αντικρούσει τις απόψεις του Μαρκίωνα.
Το τρίτο πρόβλημα, η αντιπαράθεση προφητών και ιερατείου, δημιουργήθηκε από την προϊούσα χαλάρωση της αυστηρότητας των ηθών, η οποία χαρακτήριζε τη ζωή των πρώτων πιστών. Οι Απόστολοι και οι οπαδοί τους, που συγκρότησαν την πρώτη εκκλησία στα Ιεροσόλυμα, ήταν βέβαιοι πως η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα γινόταν επί των ημερών τους και θα τον υποδέχονταν οι ίδιοι(21). Το ενδεχόμενο αυτό γέμιζε τις ψυχές τους με κατάνυξη, προσδοκία αλλά και τρόμο και σε σημαντικό βαθμό συντελούσε στην διατήρηση των αυστηρών ηθών τους. Πολλές φορές οδηγούσε στην αφιέρωση των περιουσιών τους στην εκκλησία.
Καθώς οι δεκαετίες περνούσαν και η προοπτική της Δευτέρας Παρουσίας έδειχνε πως απομακρυνόταν διαρκώς προς το μέλλον, κάποιοι άρχισαν να αμφιβάλουν για την αξιοπιστία της υπόσχεσης αυτής, υπόσχεσης που την απέδιδαν στον ίδιο τον Ναζωραίο(22). Η αμφιβολία αυτή είχε πρωτοεκδηλωθεί στα μέσα του 1ου αιώνα, ενώ ζούσε ακόμα ο Παύλος, στη Θεσσαλονίκη, όταν άρχισαν να πεθαίνουν κάποια μέλη της εκκλησίας που είχε ιδρύσει εκεί, χωρίς φυσικά να δούνε τη Δευτέρα Παρουσία. Τότε οι πιστοί έγραψαν στον Παύλο ρωτώντας τον αν και οι αποθανόντες θα συμπεριληφθούν στους σωσμένους. Εκείνος θεώρησε το θέμα πολύ σοβαρό και του αφιέρωσε μεγάλο μέρος μιας επιστολής του(23). Κατά τα επόμενα πενήντα χρόνια άρχισε βαθμιαία να διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι ο Χριστός δε θα επανεμφανιζόταν επί των ημερών τους αλλά όταν θα συμπληρωνόταν χιλιετία, ή όταν θα γίνονταν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη Χριστιανοί ή όταν θα έπαυαν να υπάρχουν Εβραίοι(24).
Η οριστική μετάθεση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού στο απώτατο μέλλον, είχε σαν επακόλουθο τη χαλάρωση των ηθών των Χριστιανών και την επανεμφάνιση και σ΄αυτούς των αδυναμιών και των ελαττωμάτων των κοινών ανθρώπων(25). Πολλοί πρεσβύτεροι κατηγορούσαν τους πιστούς της εκκλησίας τους για φιλαργυρία, κακοπιστία, μέθη, μοιχεία και τις γυναίκες για φιλαρέσκεια και ελαφρότητα(26). Οι πλούσιοι Χριστιανοί πολύ συχνά δάνειζαν με τόκο και όλοι τους είχαν δούλους, τους οποίους ουδέποτε σκέφτηκαν να απελευθερώσουν, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι δούλοι τους είχαν γίνει Χριστιανοί(27). Βέβαια παρόμοιες περιπτώσεις (να υπάρχουν χριστιανοί δούλοι) ήταν ελάχιστες εκείνη την εποχή(28). Σχεδόν δεν αναφέρονται προσηλυτισμοί δούλων εργαζομένων στα αγροκτήματα και στα ορυχεία, ενώ οικιακοί ή αστικοί δούλοι σε πολύ μικρό ποσοστό προσχώρησαν στη νέα πίστη. Γενικά οι δούλοι, όπως και τα κατώτερα στρώματα του αστικού πληθυσμού, ο όχλος που ζούσε με άρτον και θεάματα, καθώς και το σύνολο σχεδόν των αγροτών ήταν από την αρχή εχθρικοί απέναντι στους Χριστιανούς(29). Το φαινόμενο Χριστιανών δουλοκτητών που ζούσαν ανάμεσα σε πλήθος δούλων, Εθνικών και εχθρικά διατεθειμένων, οι οποίοι σε περιπτώσεις τοπικών διώξεων τους καταγγέλαν στις αρχές, δεν ήταν καθόλου σπάνιο(30).
Όπως ήταν επόμενο σε πολλές εκκλησίες εμφανίστηκαν εκείνοι που αντιδρούσαν σ’ αυτόν το συμβιβασμό των Χριστιανών με τον τρόπο ζωής των Εθνικών. Πολλοί από τους ηγέτες των πρώιμων εκκλησιών, που είχαν τον τίτλο του προφήτη, αντέδρασαν στην προσαρμογή του τρόπου ζωής των πιστών σε όλο και πιο κοσμικά πλαίσια και είτε αυτονομήθηκαν είτε εκδιώχθηκαν από τις εκκλησίες(31). Κάποιοι συγκρότησαν δικές τους ανεξάρτητες κοινότητες και άλλοι συνέχισαν να δρουν μεμονωμένα. Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των προφητών ήταν η οργή τους κατά των πιστών που ήθελαν να απολαύσουν τις ανέσεις και την ευμάρεια του κόσμου τούτου και αδιαφορούσαν για την προετοιμασία της μέλλουσας ζωής(32). Στρέφονταν βέβαια κατά των Εθνικών και των Ιουδαίων, αλλά περισσότερο κατηγορούσαν όσους πιστούς ζούσαν βουτηγμένοι στην αμαρτία ή έστω συμβιβασμένοι με τα θέλγητρα και της ανέσεις της ζωής, δεν ήταν δηλαδή ούτε θερμοί ούτε ψυχροί αλλά χλιαροί, και τους απειλούσαν με φοβερές τιμωρίες κατά την ώρα της Κρίσης(33). Πολλοί από τους προφήτες αυτούς, όταν ήταν νέοι, είχαν βιώσει προσωπικά τα δεινά της πολιορκίας των Ιεροσολύμων, ενώ άλλοι είχαν πληροφορηθεί από αυτόπτες μάρτυρες τις συμφορές του ιουδαϊκού πολέμου. Έτσι στα κηρύγματα και στα γραφτά τους, μεταπλάθοντας τον τρόμο μιας τόσο τραυματικής εμπειρίας σε προσδοκία του μέλλοντος, "προφήτευαν" δεινά και τιμωρίες, που στην πραγματικότητα είχαν συμβεί μερικές δεκαετίες παλαιότερα(34).
Η διδασκαλία των προφητών δε διέφερε μόνο από τα επίσημα κηρύγματα των εκκλησιών, τα οποία σε μεγάλο βαθμό απηχούσαν πλέον τις ιδέες που περιείχαν οι Επιστολές του Παύλου, αλλά ήταν ανομοιογενής και ασυστηματοποίητη. Μεταξύ των προφητών υπήρχαν αντιζηλίες και καθένας χαρακτήριζε τους άλλους ψευδοπροφήτες(35). Εκτός από την Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, που έγραψε ο Ιωάννης, κυκλοφορούσαν και πολλές άλλες, ψευδεπίγραφες, όπως η Αποκάλυψη του Ιακώβου, η Αποκάλυψη του Πέτρου, η Αποκάλυψη του Θωμά, ακόμα και άλλη παλαιότερη του Ιωάννη, ίσως το αρχικό της κείμενο πριν την ξαναγράψει στην Πάτμο. Όλα αυτά τα κείμενα ήταν γραμμένα αλληγορικά, γεμάτα περικοπές από τις Γραφές και άλλα παλαιότερα θρησκευτικά κείμενα, προφητείες και παρόμοια. Αποτέλεσμα όλης αυτής της σύγχισης ήταν να εμφανιστούν πολύ σύντομα απόψεις και κηρύγματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους.
Συμπερασματικά κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2ου αιώνα ουσιαστικά δεν υπήρχε ενιαία και καθολική ορθοδοξία μεταξύ των πρώτων Χριστιανών.
----------------------------------------------
1 R. Bultman Ύπαρξη και Πίστη σ.48
2 Πραξ. α΄5-6, Α΄επιστ. Πετρου δ΄7 και Α΄επιστ. Ιωαν. β΄18
3 Α΄Κορ. α΄18-24
4 Εννοείται της επαρχίας της Ασίας, δηλαδή της Δυτ. Μικρασίας
5 Δ. Κυρτάτας Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι 7 εκκλησίες της Ασίας σ. 131
6 Από το εβραϊκό ebion = φτωχός
7 Ιωαν. ιβ΄31 και Β΄Κορ. δ΄4
8 Ρωμ. η΄19-20
9 Σ. Αγουρίδης Ο Χριστιανισμός μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού o.13
10 C.H. Dodd, στο ίδιο
11 στο ίδιο
12 Μετά την τελευταία μνεία στις Πράξεις (ιε΄7-15) δεν αναφέρεται σε κανένα κείμενο της Καινής Διαθήκης
13 Γαλ. Β΄6 και γ΄1-5
14 Σ. Αγουρίδης Ο Χριστιανισμός μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού σ. 22
15 Προφανώς το κείμενο αυτό (που χρονολογείται από τα μέσα του 2ου αιώνα) είναι ψευδεπίγραφο.
16 Σ. Αγουρίδης Ο Χριστιανισμός μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού σ. 25. 26, 32
17 Ματθ. ις΄27 κ.ε. Πραξεις η΄5
18 Σ. Αγουρίδης Ο Χριστιανισμός μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού σ.35
19 Παρεμπιπτόντως σημειώνω ότι παραπλήσιες απόψεις υποστηρίζουν και σήμερα πολλοί αρθρογράφοι του περιοδικού “Δαυλός”
20 Σ. Αγουρίδης Ο Χριστιανισμός μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού σ.23
21 Πραξ. α΄5
22 Ε.Ρ. Sanders Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού σ.292 και σ. 300
23 Α’ Θεσ. Κεφάλαια δ’ και ε’
24 Β΄επιστ. Πετρ. γ΄3-8 και Ε.Ρ. Sanders Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού σ. 310-312
25 Δ. Κυρτάτας Επίκρισις σ. 208
26 Δ. Κυρτάτας Επίκρισις σ.207
27 Δ. Κυρτάτας Επίκρισις σ. 121-123
28 Δ. Κυρτάτας Επίκρισις σ. 97
29 Δ. Κυρτάτας Επίκρισις σ. 98 και Εμμ. Ροϊδη οι Ρωμαίοι δούλοι και ο Χριστιανισμός
30 Δ. Κυρτάτας Επίκρισις σ. 104
31 Δ. Κυρτάτας Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι 7 εκκλησίες της Ασίας . σ.126-127 και 135-136
32 Δ. Κυρτάτας Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι 7 εκκλησίες της Ασίας σ.23, 56, 103, 106
33 Αποκ. γ’16
34 Δ. Κυρτάτας Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι 7 εκκλησίες της Ασίας σ.99, 103
35 Αποκ. ις’ 13, ιθ’ 20, κ’ 10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου