Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2007

Αλβανικές μεταναστεύσεις (14ος - 16ος αι.)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η μετανάστευση πληθυσμών και οι κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις τους είναι ένα πολύ μοντέρνο» φαινόμενο, το οποίο βιώνουμε πολύ έντονα στην Ελλάδα, ειδικά μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Όμως, δεν πρόκειται για φαινόμενο νέο. Οι μετακινήσεις πληθυσμών ουδέποτε έπαψαν, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ιδίως στην τόσο ιδιόμορφη περιοχή των Βαλκανίων και της ευρύτερης λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου.

Στόχος αυτής της εργασίας είναι να καταδείξει τον τρόπο, τα αίτια και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα μία από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις λαών στο γεωγραφικό χώρο που προαναφέραμε κατά την περίοδο του ύστερου μεσαίωνα και των απαρχών της νεότερης εποχής: του αλβανικού λαού.

Στο πρώτο μέρος της εργασίας εξετάζονται οι γεωγραφικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της μετακίνησης. Διερευνάται, δηλαδή, η κίνηση των αλβανικών φύλων στο σύντομο και το μακρό δρόμο της μετανάστευσης, τα αίτια που τους εξώθησαν σε αυτήν την κίνηση εγκατάλειψης της χώρας – κοιτίδας (source country) καθώς και η ανταπόκρισή τους σε μια συνήθη τακτική των «κρατών» της εποχής, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη δημογραφική έλλειψη: τους εποικισμούς.

Στο δεύτερο μέρος γίνεται προσπάθεια να καταδειχθούν οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που είχε η διείσδυση των φύλων αυτών, τόσο στον ιταλικό όσο και τον ελλαδικό χώρο. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα θρησκείας, μεταναστευτικών δικτύων πληροφόρησης καθώς και στο πολύ «σύγχρονο» και φλέγον ζήτημα της αφομοίωσης και της ένταξης στην κοινωνία της φιλοξενούσας χώρας (host country).

Σε μία τόσο περιορισμένης έκτασης εργασία, είναι προφανές ότι τα παραπάνω ζητήματα θίγονται μόνον επιφανειακά. Στόχος δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τη γενικότερη προσέγγιση του όλου φαινομένου με απώτερη πρόθεση την ανάδειξη του υπερτοπικού και διαχρονικού χαρακτήρα των μεταναστεύσεων, γενικώς, και ιδιαίτερα των κοινών παραμέτρων και κοινωνικών προεκτάσεων που έχει η μετανάστευση των Αλβανών του ύστερου μεσαίωνα με τη σύγχρονη μεταναστευτική κίνηση των ίδιου λαού από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά.

ΔΡΟΜΟΙ, ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

«Είναι μυριολεκτούμενο», γράφει ο Alain Ducellier στην αξεπέραστη μελέτη του για τις μεταναστεύσεις του ύστερου Μεσαίωνα[1], ότι «σε όλον το Μεσαίωνα οι Έλληνες μετακινούνται λίγο». Αν κάποιος λαός βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της μονιμότητας και της σταθερής εγκατάστασης, αυτός είναι ο Αλβανικός λαός.

Οφείλουμε, καταρχάς, να εξετάσουμε ποιος είναι αυτός ο λαός, ποιος ο χαρακτήρας του, ποια η αρχική του κοιτίδα και ποιους δρόμους ακολούθησε όταν αναγκάστηκε για συγκεκριμένους λόγους, που θα αναλύσουμε παρακάτω, να εγκαταλείψει αυτήν την αρχική κοιτίδα και να μετακινηθεί.

Ο Sufflay στο έργο του «Acta et Diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia», παρομοιάζει τη μεσαιωνική Αλβανία με ένα κάτοπτρο το οποίο αντικατοπτρίζει ολόκληρο τον κόσμο της Βαλκανικής χερσονήσου (ελληνικό, ρωμανικό, ιταλικό, σλαβικό, βυζαντινό)[2].

Ως λαός εμφανίζονται για πρώτη φορά[3] το 1043, όταν προσέφεραν τη συνδρομή τους στον στασιαστή στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη[4] . Αργότερα στα χρόνια των Κομνηνών, συνέδραμαν άλλον ένα στασιαστή, το Νικηφόρο Βασιλάκιο (1080)[5]. Οι Αλβανοί [6] εκείνης της μακρινής εποχής, κάτοικοι των ορεινών συμπλεγμάτων και όχι της αστικής και πλούσιας παραλίας, παρουσιάζονται πάντοτε στις βυζαντινές πηγές, είτε ως λαός ποιμενικός και νομαδικός, με φυλετική κοινωνική οργάνωση (κατά φύλα – γενεές -πατριές) και με μία μόνιμη ροπή προς τις ληστρικές επιδρομές κατά οχυρωμένων πόλεων, είτε ως κάτοικοι βουνών και πεδιάδων με έντονη πολεμική δραστηριότητα. Μάλιστα, ως προς τη φυλετική και κοινωνική οργάνωση των φύλων αυτών υπάρχει μία πρώτη αναφορά του όρου "Αλβανία" στο περιηγητικό βιβλίο "Anonymi Descriptio Europae Orientalis": «οι Αλβανοί μετακινούνται κατά ομάδες και κατά οικογένειες» (per turmas et cognationes suas)[7] .

Η αρχική τους κοιτίδα, με την ονομασία Άρβανον, (επίσης απαντάται και ως Άλβανον, Άρβανα, Αλβανία, Αλβανιτία, Ιλλυρία) εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας, η οποία το 13ο αιώνα εκτεινόταν στο ορεινό συγκρότημα από τα περίχωρα της λίμνης Αχρίδας μέχρι το Δυρράχιο και το φρούριο της Κρόιας (Kruje)[8] . Από αυτήν την κοιτίδα, ξεκινώντας το 13ο και, κυρίως, το 14ο αιώνα, θα μεταναστεύσει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα: ανατολικά και βόρεια, προς τις πεδιάδες του Κοσόβου και τις εγγύς δαλματικές ακτές[9] , δυτικά, διασχίζοντας την Αδριατική, με κατεύθυνση την ιταλική χερσόνησο και νότια, προς την ελλαδική χερσόνησο.

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΔΥΣΜΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΟ

Μετακίνηση προς την Ιταλική Χερσόνησο

Η μετακίνηση προς την ιταλική χερσόνησο θα γίνει σε πέντε διαφορετικές φάσεις, από τα μέσα του 14ου αιώνα ως την πτώση των Βενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο (βλ. χάρτη 1).

Η πρώτη φάση θα ξεκινήσει γύρω στο 1280[10] με διά θαλάσσης μετανάστευση Αλβανών του Δυρραχίου. Στα χρόνια της εμφάνισης της μαύρης πανώλης (1347-8), έχουμε νέο μεταναστευτικό κύμα προς τη Ραγούζα, την Απουλία, την κεντρική Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό προς τη Βενετία[11]. Η σκληρότατη μεταχείριση του τοπικού Αλβανού ηγεμόνα, Καρόλου Θώπια, θα εξαναγκάσει πολλούς Αλβανούς, σε τρίτο κύμα μετανάστευσης, αυτή τη φορά προς τη νότια Ιταλία, κύμα το οποίο ο Ducellier χαρακτηρίζει «νομαδισμό της εξαθλίωσης»[12].

Το επόμενο κύμα[13] θα ακολουθήσει το θαλάσσιο δρόμο για την Ιταλία κατά τη δεκαετία 1468 – 1479[14]. Κι αυτό γιατί το 1468 πεθαίνει ο μεγάλος Αλβανός ήρωας Σκεντέρμπεης (Γεώργιος Καστριώτης)[15] ο οποίος είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα με τη σθεναρή αντίστασή του κατά τους μακρόχρονους πολέμους που διεξήγαγε εναντίον των Οθωμανών και των Βενετών.

Τέλος, η πέμπτη και τελευταία (μαζική, διότι οι μεταναστεύσεις μικρών ομάδων ουδέποτε έληξαν) μετακίνηση αλβανικών πληθυσμών προς την Ιταλία έλαβε χώρα μετά την πτώση των Βενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο, το α’ μισό του 16ου αιώνα[16] . Δηλαδή, με τη λήξη του Β΄ Βενετοτουρκικού πολέμου (1499-1503) και την πτώση της Μεθώνης και της Κορώνης και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, με την πτώση του Ναυπλίου (1534), Αλβανοί (και Έλληνες) εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο και μεταναστεύουν προς την Κάτω Ιταλία και Σικελία. Αυτοί οι πληθυσμοί – σύμφωνα με τον Κόλλια – δεν θα πάψουν ποτέ να νιώθουν νοσταλγία για τη «χαμένη πατρίδα», την Πελοπόννησο, όπως αποδεικνύει και το τραγούδι που έλεγαν όλοι μαζί με στραμμένα τα πρόσωπα προς το Μοριά:

«Ω ε μπούκουρα Μωρέ Ω πανέμορφε Μοριά

Ση κουρ τε λυάσς με νούκου τε πασς Αφ’ ότου σ’ άφησα, δεν σε ξανάδα πια

Άτιε καμ ου Ζώτιν Ταν, Εκεί έχω εγώ τον πατέρα μου,

άτιε καμ ου ζώνιεν μεμε, εκεί έχω εγώ τη μητέρα μου,

άτιε καμ εδέ τιμ βλα, εκεί έχω εγώ τον αδελφό μου,

γκύθ μπουλιούαρε νε δε. όλους θαμένους μέσ’ τη γη.

Ωι ε μπούκουρα Μωρέ Ωι πανέμορφε Μοριά

Πλιοτ τε φλιας με λιότε νε σή Με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια σε καλώ

Ωι μωρέ ω Αρμπερί ωι Μοριά κι Αρβανιτιά.» [17]

Μετακίνηση προς την Ελλαδική Χερσόνησο (Α΄ Φάση)

Η κάθοδος των Αλβανικών φύλων προς την ελλαδική χερσόνησο γίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, που ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα[18] και διαρκεί μέχρι την έκρηξη της μαύρης πανώλης στα 1348 οι Αλβανοί νομάδες κατευθύνονται προς τη Θεσσαλία, όπου και εγκαθίστανται για αρκετά χρόνια. Έτος εγκατάστασης θεωρείται, από τους περισσότερους ερευνητές[19] , το 1325[20].

Σχετικά με το δρόμο που ακολούθησαν στη μετακίνησή τους αυτή, οι γνώμες διίστανται. Ο Παναγιωτόπουλος[21] θεωρεί ότι έχοντας ως χώρο εκκίνησης το Άρβανον, ακολούθησαν το «μακρύ δρόμο» (longitudinale) ο οποίος διασχίζοντας τον ποταμό Δεβόλ (βυζαντινός Δεάβολις) και την άνω λεκάνη του Αλιάκμονα, διαμέσου Κορυτσάς, Καστοριάς και Γρεβενών τους έφερε στο Θεσσαλικό κάμπο. Υπάρχει, όμως, και η άλλη άποψη[22] που υποστηρίζει ότι εκτός από αυτόν τον δρόμο, υπήρχε και ένας άλλος, «εγκάρσιος» (transversale) δρόμος που ξεκινούσε από νοτιότερη «κοιτίδα» (περιοχές Πρεμετής – Αργυροκάστρου) και ακολουθούσε τη διαδρομή Αργυρόκαστρο – Ιωάννινα – Αιτωλοακαρνανία.

Διαμέσου, λοιπόν, του ενός ή του άλλου δρόμου – ή και των δύο – Αλβανικά φύλα διείσδυσαν στον ελλαδικό χώρο και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. Μάλιστα, λίγα χρόνια αργότερα, το 1333, έχουν συμπληρώσει αρκετά χρόνια διαμονής για να θεωρούν ότι η αποκατάσταση της εξουσίας του βυζαντινού αυτοκράτορα στην περιοχή καθιστούσε επισφαλή πλέον τη χειμερινή τους κάθοδο στα πεδινά[23] . Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποκτήσουν απρόσκοπτη κάθοδο στους χειμερινούς βοσκότοπους της πεδιάδας, εξαναγκάστηκαν να δώσουν όρκο υποταγής στον Ανδρόνικο Γ’.

Τα ίδια αυτά χρόνια, η αύξηση της μεγάλης ιδιοκτησίας, οι ενδοβυζαντινές συγκρούσεις και οι καταστροφικές επιδρομές των Αλβανών και των Καταλανών κάνουν το Marino Sanudo Torcello (1325) να περιγράφει την κατάσταση ως αξιοθρήνητη σε μία Θεσσαλία ερημωμένη και κατεστραμμένη: “Deus misit hanc pestem patriae Blachiae supradictae, quia ipsa miserat quodam genus, Albanensium gentis nomine, in tanta quantitate numerosa: quae gens omnia quae errant extra castra penitus destruxerunt”[24]. Η Θεσσαλία θα είναι πλέον γι’ αυτούς, η δεύτερη κοιτίδα, το νέο Άρβανον, η «Μεγάλη Βλαχία»[25].

Γράφει πολύ εύστοχα ο Παναγιωτόπουλος: «Μ’ αυτό το πνεύμα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα ο ρόλος που έπαιξε η πληθυσμιακή ομάδα της Θεσσαλίας στην εξάπλωση των Αλβανών. Η ανατολική πλαγιά της Πίνδου με τα παρακλάδια της, σε συνδυασμό μ’ έναν πεδινό ζωτικό χώρο, πρόσφερε ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της εποχιακής κτηνοτροφίας και, επομένως, για τη λειτουργία του γεωργοκτηνοτροφικού οικονομικού συστήματος της ομάδας. Έτσι, η Θεσσαλία έγινε για μερικές δεκαετίες η νέα αλβανική «κοιτίδα» που συγκέντρωσε τις προϋποθέσεις για μια δημογραφική ανάπτυξη, ανάλογη μ’ εκείνη του άλλου ισχυρού σημείου εκκίνησης της αλβανικής επέκτασης, του ιστορικού «Άρβανου». Μακριά από τη μαύρη πανώλη, που αποδεκάτισε ολόκληρες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου, από τις ακτές της Θεσσαλονίκης ως τα παράλια της Ηπείρου, περνώντας από την Αττική και την Πελοπόννησο, τα αλβανικά φύλα της θεσσαλικής «κοιτίδας» μπόρεσαν να διατηρήσουν το ρυθμό αναπαραγωγής τους και βρέθηκαν, έτσι, σε πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τους γειτονικούς πληθυσμούς. Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, σ’ εποχή διαταραγμένης δημογραφίας, τα αλβανικά φύλα, όσα έμειναν προσωρινά στη Δυτική Θεσσαλία, άρχισαν να βαδίζουν προς τη Νότια Ελλάδα, σ’ εδάφη που είχαν πρόσφατα χάσει ένα μεγάλο αριθμό των κατοίκων τους! […] σ’ εκείνη την εποχή των συνεχών πολέμων, οι Αλβανοί, με τη βοήθεια των τοπικών αρχών που αναζητούσαν συμπληρωματικές στρατιωτικές δυνάμεις, είδαν την τύχη τους να καλυτερεύει και, από επικίνδυνοι ποιμένες – πολεμιστές – ληστές, έγιναν “ισότιμοι” κάτοικοι του τόπου»[26].

Μετακίνηση προς την Ελλαδική Χερσόνησο (Β΄ Φάση)

Σε μία δεύτερη μεταναστευτική φάση, οι Αλβανοί κατεβαίνουν προς νότο και εγκαθίστανται στην Αττική και την Πελοπόννησο.

Αττική: Έχοντας πρώτα σταθμεύσει κατά τα έτη 1380-81 στην κοιλάδα του Σπερχειού που τότε ονομαζόταν «Αλλάδα»[27], παίρνουν το 1382, νόμιμη άδεια από τον Πέτρο Δ΄ της Αραγωνίας, για να «προνοιαστούν»[28] στο καταλανικό Δουκάτο των Αθηνών[29] . Η άδεια αυτή ήταν η απάντηση στην έκκληση του Δούκα των Αθηνών Ροκκαβέρτη για να του δοθεί η άδεια «να δώσωμε προνόμιο σε κάθε Έλληνα και Αρβανίτη που θα θελήσει να έρθει στο δουκάτο της Αθήνας, να είναι ασύδοτος για δύο χρόνια…»[30]. Η κίνηση αυτή απέβλεπε στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του Δουκάτου απέναντι στις ξένες (οθωμανικές κυρίως) επιβουλές.

Πελοπόννησος: Οι βυζαντινές πηγές[31] αναφέρουν ότι την πρώτη δεκαετία του 15ου αιώνα 10.000 Αλβανοί (10.000 πολεμιστές ή 10.000 ψυχές;) εμφανίστηκαν στον Ισθμό της Κορίνθου, προφανώς χωρίς προηγούμενη συμφωνία με τις αρχές. Ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος, παρά την καχυποψία των συμβούλων του για αυτούς τους «ξένους», επέτρεψε το «πρόνοιασμά» τους στα εδάφη του δεσποτάτου.

Για την εγκατάσταση των Αλβανών στην Πελοπόννησο[32] υπάρχουν τρεις θεωρίες:
1. ότι κατέβηκαν από τη Θεσσαλία
2. ότι κατέβηκαν από τη νότια Αλβανία, διαμέσου Ηπείρου και Αιτωλίας. Ως αίτιο αναφέρεται το γεγονός ότι οι Οθωμανοί (μαζί με τον Κάρολο Α΄ Tocco) κατέκτησαν το Αργυρόκαστρο, με αποτέλεσμα το γένος των Ζενεβισαίων να υποστεί διωγμό. Πρόκειται για δεύτερο μεταναστευτικό κύμα (μετά από εκείνο του 1404/05) στην Πελοπόννησο: οι ρακένδυτοι και μαστιζόμενοι από ασθένειες Ζενεβισαίοι, αφού περιπλανηθούν στην Ήπειρο θα περάσουν τελικά στην Πελοπόννησο[33]
3. ότι μπήκαν στην Πελοπόννησο Αλβανικοί πληθυσμοί προερχόμενοι από την Αττική και την Εύβοια[34]

Η πρώτη θεωρία, την οποία αποδέχονται οι περισσότεροι ερευνητές, φαίνεται μάλλον η πιθανότερη. Κι αυτό, για τον εξής λόγο: όταν οι Τούρκοι, το 1393, κατέστρεψαν το σερβικό πριγκιπάτο της Θεσσαλίας, είναι πολύ πιθανόν να άσκησαν πιέσεις στους αλβανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Αυτοί οι πληθυσμοί, κατά συνέπεια, φαίνεται ότι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς και είναι αυτοί τους οποίους βρίσκουμε μερικά χρόνια αργότερα (1404-5) στρατοπεδευμένους στον Ισθμό της Κορίνθου.

Και για έναν επιπλέον λόγο: οι Αλβανοί, τους οποίους βλέπει στον Ισθμό ο Μανουήλ Παλαιολόγος[35] , έτοιμους να μπουν στο δεσποτάτο του Μυστρά, δε μπορεί να ήταν οι Αλβανοί της Αττικής και της Εύβοιας, γιατί τότε θα είχε αδειάσει ο αλβανικός πληθυσμός των περιοχών αυτών, πράγμα που απλούστατα δε συνέβη. Αντίθετα, αυτό συνέβη στη Θεσσαλία, η οποία εκκενώθηκε εντελώς από κάθε αλβανικό στοιχείο. Οι Αλβανοί την εγκατέλειψαν και μόνο σπανιότατα ιστορικά τεκμήρια μαρτυρούν το πέρασμά τους από εκεί.

Συμπληρωματικά, αξίζει να αναφερθεί κατά τα μέσα του 14ου αιώνα είχε ήδη συντελεστεί η δημιουργία δύο περιορισμένων αλβανικών «κρατιδίων». Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη του Αχελώου (1358 ή 1359), ο αρχηγός των Αλβανών, Κάρολος Θώπια, νίκησε στην Αιτωλία το δυσαρεστήσαντα τους Αλβανούς, Νικηφόρο Β΄ Άγγελο. Επακόλουθο αυτής της νίκης υπήρξε η ίδρυση δύο μικρών αλβανικών πριγκιπάτων, το ένα στην Άρτα, από τον Πέτρο Λιόσα και το άλλο στο Αγγελόκαστρο[36] από τον Γκιν Μπούα Σπάτα[37].

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Έχοντας, πλέον, σχηματίσει μία σφαιρική εικόνα για το γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι μετακινήσεις των Αλβανικών πληθυσμών, μπορούμε να εξετάσουμε τα γενεσιουργά αίτια[38] αυτών των μετακινήσεων.

Τα αίτια αυτά είναι:

Η έκρηξη και ραγδαία εξάπλωση του «Μαύρου Θανάτου», δηλαδή της πανώλης, και η δημογραφική κρίση που συνεπέφερε[39]. Οι παράλιες ή πεδινές περιοχές εξασθενούσαν δημογραφικά, ενώ οι Αλβανοί, καλά προφυλαγμένοι στις δύσβατες ορεινές περιοχές, απέκτησαν το πλεονέκτημα της πληθυσμιακής ευρωστίας και έσπευσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των εύθραυστων δημογραφικά κρατικών μορφωμάτων της εποχής˙ η Βενετία, για παράδειγμα εφάρμοσε αρκετά συχνά ανάλογα εποικιστικά προγράμματα, προσελκύοντας εύκολα εποίκους με τις ιδιαιτέρως ελκυστικές φοροαπαλλακτικές ρυθμίσεις που υποσχόταν.

Θεωρίες του Cvijić[40] : Σύμφωνα με αυτές, το πολιτικό πλαίσιο στις περιοχές όπου κατοικούσαν οι αλβανικοί πληθυσμοί αποτέλεσε μεταναστευτικό αίτιο. Το πλαίσιο αυτό οριοθετείται από τους σκληρούς και διαρκείς αγώνες ανάμεσα σε Βυζαντινούς, Λατίνους (Ανδεγαυούς – Νορμανδούς - Βενετούς) και Σέρβους για την κυριαρχία στη ΝΔ Βαλκανική. Οι τελευταίοι, μάλιστα, με τη στερέωση της κυριαρχίας τους στην περιοχή το 13ο και 14ο αιώνα, δεν αποκλείεται να οδήγησε σε μετανάστευση Αλβανούς χωρικούς ή τυχοδιώκτες που ως πολεμιστές προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στους Σέρβους ηγεμόνες[41] . Επιπροσθέτως, ο Cvijić απέδωσε στο Αλβανικό γένος δύο σημαντικότατα προτερήματα: τη «γονιμότητα» και τον «ισλαμισμό». Και σε αυτό το σημείο, ωστόσο, ο Παναγιωτόπουλος αμφισβητεί τη «γονιμότητα» ως θετικό παράγοντα[42] , από δημογραφικής άποψης.

Αλλαγές που εισήχθησαν στο καθεστώς της γαιοκτησίας και που είχαν στόχο τη δημιουργία φεουδαλικής εξουσίας, θεωρούνται επίσης παράγοντας ώθησης σε μεταναστευτική κίνηση. Οι Ανδεγαυοί, δηλαδή, προσπάθησαν να εισαγάγουν δυτικές φεουδαρχικές δομές, αυτούσιες, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε αναγκαστική μετανάστευση τους φτωχότερους αλβανικούς πληθυσμούς.

Άλλο αίτιο υπήρξε η κατά καιρούς άσχημη αντιμετώπιση από τους τοπικούς άρχοντες. Στα αίτια επίσης περιλαμβάνεται και η Οθωμανική κατάκτηση καθώς και οι τροποποιήσεις που επέφεραν οι Οθωμανοί στο διοικητικό σύστημα των κατακτημένων περιοχών. Όλα αυτά, βέβαια, αναφέρονται σε μεταγενέστερη εποχή, δηλαδή στο 15ο αιώνα. Κατά τον Παναγιωτόπουλο[43] , ο ποιμενικός, ευκαιριακά νομαδικός και συχνά ληστρικός χαρακτήρας των αλβανικών φύλων αποτελεί την κύρια αιτία της μεταναστευτικής τους κίνησης. Νεότεροι ερευνητές εντάσσουν την αλβανική περίπτωση σε μια συνολικότερη μεταναστευτική κίνηση που παρατηρείται στα Βαλκάνια του τέλους του μεσαίωνα και τη διερευνούν μέσα από μία υποτιθέμενα μεγάλη δημογραφική έκρηξη[44] των αλβανικών φύλων.

ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΙ

Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, μία περίοδο έντονης δημογραφικής ερήμωσης εξαιτίας των λιμών, των λοιμών και των πολέμων, οι εποικισμοί ήταν το κατεξοχήν μέτρο των διαφόρων κρατικών μορφωμάτων της εποχής με το οποίο επιδίωκαν την πληθυσμιακή ανασυγκρότηση των περιοχών που είχαν πληγεί, είτε από την πανώλη, είτε είχαν υποστεί τις οδυνηρές συνέπειες των πολεμικών συγκρούσεων. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που μας απασχολεί και, κυρίως, το 15ο και 16ο αιώνα, έχουμε εγκατάσταση αλβανών εποίκων, ως αποτέλεσμα της εποικιστικής πολιτικής των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών: των Βυζαντινών δεσποτών, της Βενετίας και των Φράγκων ηγεμόνων.

Μεγαλύτερη επιτυχία στην προσέλκυση των Αλβανών εποίκων είχαν οι Βυζαντινοί και οι Βενετοί, μολονότι οι δεύτεροι είχαν να αντιμετωπίσουν την απόκεντρη θέση και την περιορισμένη έκταση των κτήσεών τους που δεν επέτρεπε την απορρόφηση μεγάλου αριθμού μεταναστών (πλην της Εύβοιας). Ο πιο επιτυχημένος εποικισμός ήταν εκείνος της Εύβοιας, στα μέσα του 14ου αιώνα, σε ένα νησί, δηλαδή, του οποίου τόσο η γεωγραφική θέση (γειτνίαζε με την ηπειρωτική Ελλάδα όπου μόλις είχε εγκατασταθεί ένα άρτι αφιχθέν κύμα αλβανικών πληθυσμών), όσο και η έκτασή του βοήθησε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία να προσελκύσει ομάδες Αλβανών, αντιμετωπίζοντας έτσι την ερήμωση του νησιού λόγω της πανώλης. Οι Βενετοί ήταν πάντοτε οι πιο γενναιόδωροι από όσους επιχειρούσαν να προσελκύσουν εποίκους και φυσικά οι Αλβανοί μετανάστες που αναζητούσαν νέα πατρίδα είχαν κάθε λόγω να προσελκύονται από τα προνόμια με τα οποία συνόδευαν κάθε νέα εποικιστική πρόσκλησή τους. Μάλιστα, γύρω στα 1425, οι Βενετοί κατάφεραν, με γενναίες υποσχέσεις και φοροαπαλλακτικά μέτρα, να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό αλβανών εποίκων από τη Στερεά προς την Εύβοια, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Τοσκανός δούκας των Αθηνών, Antonio Acciaiuoli, να αποστείλει έντονες διαμαρτυρίες προς το Συμβούλιο των Δέκα, σχετικά με αυτόν τον «εκμαυλισμό»[45] . Η απάντηση της Βενετίας σε αυτά τα παράπονα του Τοσκανού, είναι ενδεικτική της σημασίας που απέδιδε στην εποικιστική πολιτική της: απάντησε με διπροσωπία, ότι δήθεν δε γνώριζε τίποτα και για να κερδίσει χρόνο, καθησύχαζε τον Acciaiuoli ότι σκοπεύει να ερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Live Traffic Map